υποτακτική
Greek
Declension
declension of υποτακτική
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υποτακτική • | υποτακτικές • |
genitive | υποτακτικής • | υποτακτικών • |
accusative | υποτακτική • | υποτακτικές • |
vocative | υποτακτική • | υποτακτικές • |
See also
- έγκλιση f (égklisi, “grammatical mood”)
- προστακτική f (prostaktikí, “imperative mood”)
- οριστική f (oristikí, “indicative mood”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.