υποδηματοποιός
See also: ὑποδηματοποιός
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ὑποδηματοποιός (hupodēmatopoiós).
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.ði.ma.to.piˈos/
- Hyphenation: υ‧πο‧δη‧μα‧το‧ποι‧ός
Noun
υποδηματοποιός • (ypodimatopoiós) m (plural υποδηματοποιοί)
Declension
declension of υποδηματοποιός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υποδηματοποιός • | υποδηματοποιοί • |
genitive | υποδηματοποιού • | υποδηματοποιών • |
accusative | υποδηματοποιό • | υποδηματοποιούς • |
vocative | υποδηματοποιέ • | υποδηματοποιοί • |
Related terms
- see: υπόδημα n (ypódima, “(formal) shoe”)
Further reading
- υποδηματοποιός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.