υποβρύχιος
Greek
Adjective
υποβρύχιος • (ypovrýchios) m (feminine υποβρύχιη, neuter υποβρύχιο)
- (marine) underwater, submerged, undersea
Declension
Declension of υποβρύχιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποβρύχιος • | υποβρύχιη • | υποβρύχιο • | υποβρύχιοι • | υποβρύχιες • | υποβρύχια • |
genitive | υποβρύχιου • | υποβρύχιης • | υποβρύχιου • | υποβρύχιων • | υποβρύχιων • | υποβρύχιων • |
accusative | υποβρύχιο • | υποβρύχιη • | υποβρύχιο • | υποβρύχιους • | υποβρύχιες • | υποβρύχια • |
vocative | υποβρύχιε • | υποβρύχιη • | υποβρύχιο • | υποβρύχιοι • | υποβρύχιες • | υποβρύχια • |
Related terms
- see: υποβρύχιο n (ypovrýchio, “submarine”)
- and compare with: υποβρυχιακός (ypovrychiakós, “submarine”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.