υπεύθυνος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὑπεύθυνος.
Pronunciation
- IPA(key): /iˈpefθinos/
- Hyphenation: υ‧πεύ‧θυ‧νος
Adjective
υπεύθυνος • (ypéfthynos) m (feminine υπεύθυνη, neuter υπεύθυνο)
- responsible
- Synonym: υπαίτιος (ypaítios)
- Antonyms: ανεύθυνος (anéfthynos), ανυπαίτιος (anypaítios)
Declension
Declension of υπεύθυνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπεύθυνος • | υπεύθυνη • | υπεύθυνο • | υπεύθυνοι • | υπεύθυνες • | υπεύθυνα • |
genitive | υπεύθυνου • | υπεύθυνης • | υπεύθυνου • | υπεύθυνων • | υπεύθυνων • | υπεύθυνων • |
accusative | υπεύθυνο • | υπεύθυνη • | υπεύθυνο • | υπεύθυνους • | υπεύθυνες • | υπεύθυνα • |
vocative | υπεύθυνε • | υπεύθυνη • | υπεύθυνο • | υπεύθυνοι • | υπεύθυνες • | υπεύθυνα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.