υπερφυσικός
Greek
Etymology
From the Ancient Greek ὑπερφυσικός (huperphusikós).
Pronunciation
- IPA(key): [ipɛɾfisiˈkɔs]
- Hyphenation: υ‧περ‧φυ‧σι‧κός
Adjective
υπερφυσικός • (yperfysikós) m (feminine υπερφυσική, neuter υπερφυσικό)
Declension
Declension of υπερφυσικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπερφυσικός • | υπερφυσική • | υπερφυσικό • | υπερφυσικοί • | υπερφυσικές • | υπερφυσικά • |
genitive | υπερφυσικού • | υπερφυσικής • | υπερφυσικού • | υπερφυσικών • | υπερφυσικών • | υπερφυσικών • |
accusative | υπερφυσικό • | υπερφυσική • | υπερφυσικό • | υπερφυσικούς • | υπερφυσικές • | υπερφυσικά • |
vocative | υπερφυσικέ • | υπερφυσική • | υπερφυσικό • | υπερφυσικοί • | υπερφυσικές • | υπερφυσικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερφυσικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερφυσικός, etc.) |
Related terms
- υπερφυσικό n (yperfysikó, “the supernatural”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.