υπέρμετρος
Greek
Declension
Declension of υπέρμετρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπέρμετρος • | υπέρμετρη • | υπέρμετρο • | υπέρμετροι • | υπέρμετρες • | υπέρμετρα • |
genitive | υπέρμετρου • | υπέρμετρης • | υπέρμετρου • | υπέρμετρων • | υπέρμετρων • | υπέρμετρων • |
accusative | υπέρμετρο • | υπέρμετρη • | υπέρμετρο • | υπέρμετρους • | υπέρμετρες • | υπέρμετρα • |
vocative | υπέρμετρε • | υπέρμετρη • | υπέρμετρο • | υπέρμετροι • | υπέρμετρες • | υπέρμετρα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρμετρος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρμετρος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.