υδρολισθητήρας
Greek
Declension
declension of υδρολισθητήρας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υδρολισθητήρας • | υδρολισθητήρες • |
genitive | υδρολισθητήρα • | υδρολισθητήρων • |
accusative | υδρολισθητήρα • | υδρολισθητήρες • |
vocative | υδρολισθητήρα • | υδρολισθητήρες • |
Synonyms
- υδροπτέρυγο n (ydroptérygo)
- δελφίνι n (delfíni)
Related terms
- υδρολίσθηση f (ydrolísthisi, “aquaplaning”)
Further reading
- Υδροπτέρυγο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.