τυχερός
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek τυχερός from the Ancient Greek τυχηρός (tukhērós).
Pronunciation
- IPA(key): /ti.çeˈros/
- Hyphenation: τυ‧χε‧ρός
Declension
Declension of τυχερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυχερός • | τυχερή • | τυχερό • | τυχεροί • | τυχερές • | τυχερά • |
genitive | τυχερού • | τυχερής • | τυχερού • | τυχερών • | τυχερών • | τυχερών • |
accusative | τυχερό • | τυχερή • | τυχερό • | τυχερούς • | τυχερές • | τυχερά • |
vocative | τυχερέ • | τυχερή • | τυχερό • | τυχεροί • | τυχερές • | τυχερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τυχερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τυχερός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυχερότερος • | τυχερότερη • | τυχερότερο • | τυχερότεροι • | τυχερότερες • | τυχερότερα • |
genitive | τυχερότερου • | τυχερότερης • | τυχερότερου • | τυχερότερων • | τυχερότερων • | τυχερότερων • |
accusative | τυχερότερο • | τυχερότερη • | τυχερότερο • | τυχερότερους • | τυχερότερες • | τυχερότερα • |
vocative | τυχερότερε • | τυχερότερη • | τυχερότερο • | τυχερότεροι • | τυχερότερες • | τυχερότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τυχερότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυχερότατος • | τυχερότατη • | τυχερότατο • | τυχερότατοι • | τυχερότατες • | τυχερότατα • |
genitive | τυχερότατου • | τυχερότατης • | τυχερότατου • | τυχερότατων • | τυχερότατων • | τυχερότατων • |
accusative | τυχερότατο • | τυχερότατη • | τυχερότατο • | τυχερότατους • | τυχερότατες • | τυχερότατα • |
vocative | τυχερότατε • | τυχερότατη • | τυχερότατο • | τυχερότατοι • | τυχερότατες • | τυχερότατα • |
Synonyms
- καλότυχος (kalótychos)
- καλόμοιρος (kalómoiros)
Antonyms
- κακότυχος (kakótychos)
- άτυχος (átychos)
- κακορίζικος (kakorízikos) (colloquial)
Derived terms
- τυχεράκιας m (tycherákias, “lucky fellow”)
- τυχερούλης (tycheroúlis, adjective), τυχερούλα (tycheroúla), τυχερούλικο (tycheroúliko)
Related terms
- τύχη f (týchi, “luck”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.