τραγώδιν

Pontic Greek

Alternative forms

  • τραγώδι (tragódi), τραγώδ' (tragód'), τραβώδι (travódi)

Etymology

Inherited from Byzantine Greek τραγῴδιον (tragṓidion).

Noun

τραγώδιν (tragódin) n (plural τραγώδα̤)

  1. song
    Synonym: τραγωδία (tragodía)

Derived terms

  • τραγωδόπον (tragodópon)
  • τραγώδεμαν (tragódeman)
  • τραγωδία (tragodía)
  • τραγωδώ (tragodó)

Descendants

References

  • Παπαδόπουλος, Άνθιμος (2016) “τραγώδιν”, in Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου [An historical dictionary of the Pontic dialect] (Παράρτημα περιοδικού «Αρχείον Πόντου»; 3), 2nd edition, Athens: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, page 948a
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.