τιμοκατάλογος
Greek
Etymology
Calque of English price list. From τιμ(ή) (tim(í), “price”) + -ο- (interfix) + κατάλογος (katálogos, “list”).
Pronunciation
- IPA(key): /ti.mo.kaˈta.lo.ɣos/
- Hyphenation: τι‧μο‧κα‧τά‧λο‧γος
Noun
τιμοκατάλογος • (timokatálogos) m (plural τιμοκατάλογοι)
- price list, pricing
- Αν τελικά ισχύσει αυτός ο τιμοκατάλογος, τότε οι τιμές θα έχουν μείνει περίπου στα ίδια επίπεδα με τις αντίστοιχες περσινές.
- An teliká ischýsei aftós o timokatálogos, tóte oi timés tha échoun meínei perípou sta ídia epípeda me tis antístoiches persinés.
- If this price list finally comes into effect, the prices will be at around the same levels as the previous year.
Declension
declension of τιμοκατάλογος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | τιμοκατάλογος • | τιμοκατάλογοι • |
genitive | τιμοκαταλόγου • | τιμοκαταλόγων • |
accusative | τιμοκατάλογο • | τιμοκαταλόγους • |
vocative | τιμοκατάλογε • | τιμοκατάλογοι • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.