τεχνητός
Greek
Etymology
From Ancient Greek τέχνη (tékhnē, “craft, skill, art”).
Adjective
Declension
Declension of τεχνητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τεχνητός • | τεχνητή • | τεχνητό • | τεχνητοί • | τεχνητές • | τεχνητά • |
genitive | τεχνητού • | τεχνητής • | τεχνητού • | τεχνητών • | τεχνητών • | τεχνητών • |
accusative | τεχνητό • | τεχνητή • | τεχνητό • | τεχνητούς • | τεχνητές • | τεχνητά • |
vocative | τεχνητέ • | τεχνητή • | τεχνητό • | τεχνητοί • | τεχνητές • | τεχνητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεχνητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεχνητός, etc.) |
Related terms
- τεχνητή νοημοσύνη f (technití noïmosýni, “artificial intelligence”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.