τίτλος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ˈti.tlos/
- Hyphenation: τίτ‧λος
- Old Hyphenation: τί‧τλος
Noun
τίτλος • (títlos) m (plural τίτλοι)
Declension
Derived terms
- τίτλοι τέλους (títloi télous)
Related terms
- άτιτλος (átitlos, “untitled”, adjective)
- ατιτλοφόρητος (atitlofóritos, “untitled”, adjective)
- αυτοτιτλοφορούμαι (aftotitloforoúmai)
- παράτιτλος m (parátitlos)
- πλαγιότιτλος m (plagiótitlos)
- τιτλούχος (titloúchos, adjective)
- τιτλοφορώ (titloforó)
- υπέρτιτλος m (ypértitlos, “surtitle”)
- υποτιτλισμός m (ypotitlismós)
- υπότιτλος m (ypótitlos, “subtitle”)
- ψευδότιτλος m (psevdótitlos, “half title”)
Further reading
- τίτλος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.