σύγκριση
Greek
Noun
σύγκριση
• (
sýgkrisi
)
f
(
plural
συγκρίσεις
)
comparison
,
contrast
Declension
declension of σύγκριση
case
\
number
singular
plural
nominative
σύγκριση
•
συγκρίσεις
•
genitive
σύγκρισης
•
συγκρίσεων
•
accusative
σύγκριση
•
συγκρίσεις
•
vocative
σύγκριση
•
συγκρίσεις
•
Older or formal genitive singular:
συγκρίσεως
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.