σωματοφύλακας
Greek
Etymology
From Koine Greek σωματοφύλαξ (sōmatophúlax). By surface analysis, σώμα (sóma, “body”) + φύλακας (fýlakas, “guard”).
Declension
declension of σωματοφύλακας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σωματοφύλακας • | σωματοφύλακες • |
genitive | σωματοφύλακα • | σωματοφυλάκων • |
accusative | σωματοφύλακα • | σωματοφύλακες • |
vocative | σωματοφύλακα • | σωματοφύλακες • |
Further reading
- σωματοφύλακας - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.