σφυγμομέτρηση
Greek
Etymology
From σφυγμός (sfygmós, “pulse”) + μέτρηση (métrisi, “measuring”). Attested since 1891 in Katharevousa as σφυγμομέτρησις (sfygmométrisis).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /sfiɣ.mo.ˈme.tɾi.si/
- Hyphenation: σφυγ‧μο‧μέ‧τρη‧ση
Noun
σφυγμομέτρηση • (sfygmométrisi) f (plural σφυγμομετρήσεις)
- (medicine) pulse measurement, heart rate measurement (initial meaning)
- (figuratively) opinion poll, survey
- Synonyms: δημοσκόπηση f (dimoskópisi), γκάλοπ n (gkálop)
- Σύμφωνα με πρόσφατη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, οι Έλληνες ενδιαφέρονται περισσότερο για την οικονομία και την ασφάλεια παρά για την ανεργία.
- Sýmfona me prósfati sfygmométrisi tis koinís gnómis, oi Éllines endiaférontai perissótero gia tin oikonomía kai tin asfáleia pará gia tin anergía.
- According to a recent public opinion poll, Greek people care more about economy and security than unemployment.
Declension
declension of σφυγμομέτρηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | σφυγμομέτρηση • | σφυγμομετρήσεις • | |
genitive | σφυγμομέτρησης • | σφυγμομετρήσεων • | |
accusative | σφυγμομέτρηση • | σφυγμομετρήσεις • | |
vocative | σφυγμομέτρηση • | σφυγμομετρήσεις • | |
Older or formal genitive singular: σφυγμομετρήσεως • |
Related terms
- σφυγμόμετρο n (sfygmómetro, “sphygmometer”)
- σφυγμομετρώ (sfygmometró)
References
- σφυγμομέτρησις p.972, vol.2 - Koumanoudis, Stefanos Αth. (1900) Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν ἀπὸ τῆς Ἀλώσεως μέχρι τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων. Sunagōgḕ néōn léxeōn hupò tôn logíōn plastheisôn apò tês Alṓseōs mékhri tôn kath’ hēmâs khrónōn. [A collection of new words created by scholars from the fall of Constantinople until our times.] (In Katharevousa, Greek) Vols:1‑2. Athens: P. Dh. Sakellariou. @anemi, abbreviations (V).
Further reading
- σφυγμομέτρηση - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
- σφυγμομέτρηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.