συνταγματική βασιλεία
Greek
Noun
συνταγματική βασιλεία • (syntagmatikí vasileía) f (plural συνταγματικές βασιλείες)
Synonyms
- συνταγματική μοναρχία f (syntagmatikí monarchía)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.