συναλλαγματική
Greek
Noun
συναλλαγματική • (synallagmatikí) f (plural συναλλαγματικές)
Declension
declension of συναλλαγματική
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
genitive | συναλλαγματικής • | συναλλαγματικών • |
accusative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
vocative | συναλλαγματική • | συναλλαγματικές • |
See also
- λογαριασμός m (logariasmós, “bill, account”)
- τιμολόγιο n (timológio, “invoice”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.