συμφωνικός
Greek
Declension
Declension of συμφωνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμφωνικός • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικοί • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
genitive | συμφωνικού • | συμφωνικής • | συμφωνικού • | συμφωνικών • | συμφωνικών • | συμφωνικών • |
accusative | συμφωνικό • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικούς • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
vocative | συμφωνικέ • | συμφωνική • | συμφωνικό • | συμφωνικοί • | συμφωνικές • | συμφωνικά • |
Related terms
- συμφωνικό ποίημα n (symfonikó poíima, “symphonic poem”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.