στρίγκλισμα
Greek
Noun
στρίγκλισμα • (strígklisma) n (plural στριγκλίσματα)
- screech, screeching; squeal (action and noise made)
Declension
declension of στρίγκλισμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στρίγκλισμα • | στριγκλίσματα • |
genitive | στριγκλίσματος • | στριγκλισμάτων • |
accusative | στρίγκλισμα • | στριγκλίσματα • |
vocative | στρίγκλισμα • | στριγκλίσματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.