στομίδα
Greek
Noun
στομίδα
• (
stomída
)
f
(
plural
στομίδες
)
bit
(
part of horse's headgear
)
Declension
declension of στομίδα
case
\
number
singular
plural
nominative
στομίδα
•
στομίδες
•
genitive
στομίδας
•
στομίδων
•
accusative
στομίδα
•
στομίδες
•
vocative
στομίδα
•
στομίδες
•
See also
χαλινάρι
n
(
chalinári
,
“
bridle
”
)
χαλινός
m
(
chalinós
,
“
bridle
”
)
καπίστρι
n
(
kapístri
,
“
halter
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.