στοιχειολογία

Greek

Etymology

From the French stœchiologie.

Noun

στοιχειολογία • (stoicheiología) f (uncountable)

  1. (logic) stoichiology
    • 1977, Giannis Karas, Θεόφιλος Καΐρης, Κωνσταντῖνος Μ. Κούμας· Δυὸ πρωτοπόροι δάσκαλοι τοῦ Γένους, §. ΝΘʹ., 97:
      Καὶ τοιαύτην μὲν ἐξέτασιν ἐν γένει ποιῶν τὴν φυσικὴν καλουμένην κυρίως συνεστήσατο· τὰ διάφορα δὲ στοιχεῖα ἐξ ὧν τὰ σώματα σύγκεινται θεωρῶν, εἰς τὴν καλουμένην χυμείαν, εἰ τε στοιχειακὴν, ἢ στοιχειολογίαν ἀρχὴν ἔδωκεν!
      Kaì toiaútēn mèn exétasin en génei poiôn tḕn phusikḕn kalouménēn kuríōs sunestḗsato; tà diáphora dè stoikheîa ex hôn tà sṓmata súnkeintai theōrôn, eis tḕn kalouménēn khumeían, ei te stoikheiakḕn, ḕ stoikheiologían arkhḕn édōken!
      (please add an English translation of this quotation)
    • For more quotations using this term, see Citations:στοιχειολογία.

Declension

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.