στιγμιαίος
Greek
Declension
Declension of στιγμιαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στιγμιαίος • | στιγμιαία • | στιγμιαίο • | στιγμιαίοι • | στιγμιαίες • | στιγμιαία • |
genitive | στιγμιαίου • | στιγμιαίας • | στιγμιαίου • | στιγμιαίων • | στιγμιαίων • | στιγμιαίων • |
accusative | στιγμιαίο • | στιγμιαία • | στιγμιαίο • | στιγμιαίους • | στιγμιαίες • | στιγμιαία • |
vocative | στιγμιαίε • | στιγμιαία • | στιγμιαίο • | στιγμιαίοι • | στιγμιαίες • | στιγμιαία • |
Derived terms
- στιγμιαίος καφές m (stigmiaíos kafés) (instant coffee)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.