στερνοπαίδι
Greek
Noun
στερνοπαίδι • (sternopaídi) n (plural στερνοπαίδια)
Declension
declension of στερνοπαίδι
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | στερνοπαίδι • | στερνοπαίδια • |
genitive | στερνοπαιδιού • | στερνοπαιδιών • |
accusative | στερνοπαίδι • | στερνοπαίδια • |
vocative | στερνοπαίδι • | στερνοπαίδια • |
Further reading
- στερνοπαίδι - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.