στατιστικός
Greek
Declension
Declension of στατιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στατιστικός • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικοί • | στατιστικές • | στατιστικά • |
genitive | στατιστικού • | στατιστικής • | στατιστικού • | στατιστικών • | στατιστικών • | στατιστικών • |
accusative | στατιστικό • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικούς • | στατιστικές • | στατιστικά • |
vocative | στατιστικέ • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικοί • | στατιστικές • | στατιστικά • |
Related terms
- στατιστική (statistikí, “statistic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.