σπειροειδής
Greek
Adjective
σπειροειδής • (speiroeidís) m (feminine σπειροειδής, neuter σπειροειδές)
Declension
Declension of σπειροειδής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σπειροειδής • | σπειροειδής • | σπειροειδές • | σπειροειδείς • | σπειροειδείς • | σπειροειδή • |
genitive | σπειροειδούς • | σπειροειδούς • | σπειροειδούς • | σπειροειδών • | σπειροειδών • | σπειροειδών • |
accusative | σπειροειδή • | σπειροειδή • | σπειροειδές • | σπειροειδείς • | σπειροειδείς • | σπειροειδή • |
vocative | σπειροειδή • / σπειροειδής • | σπειροειδής • | σπειροειδές • | σπειροειδείς • | σπειροειδείς • | σπειροειδή • |
Related terms
- σπειροειδές κλιμακοστάσιο n (speiroeidés klimakostásio, “spiral staircase”)
- and see: σπείρα f (speíra, “spiral”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.