σπαρτός
Greek
Adjective
σπαρτός • (spartós) m (feminine σπαρτή, neuter άσπαρτό)
- (agriculture) seeded, sown (of land or seed)
- Antonym: άσπαρτος (áspartos)
Declension
Declension of σπαρτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σπαρτός • | σπαρτή • | σπαρτό • | σπαρτοί • | σπαρτές • | σπαρτά • |
genitive | σπαρτού • | σπαρτής • | σπαρτού • | σπαρτών • | σπαρτών • | σπαρτών • |
accusative | σπαρτό • | σπαρτή • | σπαρτό • | σπαρτούς • | σπαρτές • | σπαρτά • |
vocative | σπαρτέ • | σπαρτή • | σπαρτό • | σπαρτοί • | σπαρτές • | σπαρτά • |
Further reading
- σπαρτός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.