σκοπευτήριο
Greek
Declension
declension of σκοπευτήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |
genitive | σκοπευτηρίου •, σκοπευτήριου • | σκοπευτηρίων • |
accusative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |
vocative | σκοπευτήριο • | σκοπευτήρια • |
Related terms
- see: σκοπεύω (skopévo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.