σιτοβολώνας
Greek
Noun
σιτοβολώνας • (sitovolónas) m (plural σιτοβολώνες)
- granary, (barn, silo for storing grain)
- breadbasket, granary
- Η Μανιτόμπα είναι ο σιτοβολώνας του Καναδά.
- I Manitómpa eínai o sitovolónas tou Kanadá.
- Manitoba is the granary of Canada.
Declension
declension of σιτοβολώνας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σιτοβολώνας • | σιτοβολώνες • |
genitive | σιτοβολώνα • | σιτοβολώνων • |
accusative | σιτοβολώνα • | σιτοβολώνες • |
vocative | σιτοβολώνα • | σιτοβολώνες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.