σημειωματάριο
Greek
Etymology
σημείωμα (simeíoma, “note”) + -άριο (-ário)
Noun
σημειωματάριο • (simeiomatário) n (plural σημειωματάρια)
- notebook (book for notes and memoranda)
Declension
declension of σημειωματάριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | σημειωματάριο • | σημειωματάρια • |
genitive | σημειωματάριου • | σημειωματάριων • |
accusative | σημειωματάριο • | σημειωματάρια • |
vocative | σημειωματάριο • | σημειωματάρια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.