σεισμικός
Greek
Adjective
σεισμικός • (seismikós) m (feminine σεισμική, neuter σεισμικό)
- (seismology) seismic (relating to earthquakes)
- Antonym: αντισεισμικός (antiseismikós)
Declension
Declension of σεισμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σεισμικός • | σεισμική • | σεισμικό • | σεισμικοί • | σεισμικές • | σεισμικά • |
genitive | σεισμικού • | σεισμικής • | σεισμικού • | σεισμικών • | σεισμικών • | σεισμικών • |
accusative | σεισμικό • | σεισμική • | σεισμικό • | σεισμικούς • | σεισμικές • | σεισμικά • |
vocative | σεισμικέ • | σεισμική • | σεισμικό • | σεισμικοί • | σεισμικές • | σεισμικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.