ραδιενεργός
Greek
Adjective
ραδιενεργός • (radienergós) m (feminine ραδιενεργός or ραδιενεργή, neuter ραδιενεργό)
Declension
Declension of ραδιενεργός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ραδιενεργός • | ραδιενεργός • / ραδιενεργή • | ραδιενεργό • | ραδιενεργοί • | ραδιενεργοί • / ραδιενεργές • | ραδιενεργά • |
genitive | ραδιενεργού • | ραδιενεργού • / ραδιενεργής • | ραδιενεργού • | ραδιενεργών • | ραδιενεργών • | ραδιενεργών • |
accusative | ραδιενεργό • | ραδιενεργό • / ραδιενεργή • | ραδιενεργό • | ραδιενεργούς • | ραδιενεργούς • / ραδιενεργές • | ραδιενεργά • |
vocative | ραδιενεργέ • | ραδιενεργέ • / ραδιενεργή • | ραδιενεργό • | ραδιενεργοί • | ραδιενεργοί • / ραδιενεργές • | ραδιενεργά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ραδιενεργός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ραδιενεργός, etc.) |
Synonyms
- ακτινενεργός f (aktinenergós) (the less common term)
Derived terms
- ραδιενέργεια f (radienérgeia, “radioactivity”)
- ραδιενεργά απόβλητα n pl (radienergá apóvlita, “radioactive waste”)
- ραδιενεργό νέφος n (radienergó néfos, “radioactive fallout”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.