προϋπολογισμός
Greek
Noun
προϋπολογισμός • (proÿpologismós) m (plural προϋπολογισμοί)
Declension
declension of προϋπολογισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | προϋπολογισμός • | προϋπολογισμοί • |
genitive | προϋπολογισμού • | προϋπολογισμών • |
accusative | προϋπολογισμό • | προϋπολογισμούς • |
vocative | προϋπολογισμέ • | προϋπολογισμοί • |
Related terms
- προϋπολογίζω (proÿpologízo, “to budget”)
Further reading
- προϋπολογισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.