προσωρινός
Greek
Declension
Declension of προσωρινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσωρινός • | προσωρινή • | προσωρινό • | προσωρινοί • | προσωρινές • | προσωρινά • |
genitive | προσωρινού • | προσωρινής • | προσωρινού • | προσωρινών • | προσωρινών • | προσωρινών • |
accusative | προσωρινό • | προσωρινή • | προσωρινό • | προσωρινούς • | προσωρινές • | προσωρινά • |
vocative | προσωρινέ • | προσωρινή • | προσωρινό • | προσωρινοί • | προσωρινές • | προσωρινά • |
Related terms
- προσωρινή απόλυση f (prosoriní apólysi, “temporary layoff”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.