προσιτός
Greek
Adjective
προσιτός • (prositós) m (feminine προσιτή, neuter προσιτό)
- accessible, approachable, friendly (person)
- accessible (location)
- Antonym: απρόσιτος (aprósitos)
- accessible, understandable (book, play, etc)
- affordable (price)
- Antonym: απρόσιτος (aprósitos)
Declension
Declension of προσιτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προσιτός • | προσιτή • | προσιτό • | προσιτοί • | προσιτές • | προσιτά • |
genitive | προσιτού • | προσιτής • | προσιτού • | προσιτών • | προσιτών • | προσιτών • |
accusative | προσιτό • | προσιτή • | προσιτό • | προσιτούς • | προσιτές • | προσιτά • |
vocative | προσιτέ • | προσιτή • | προσιτό • | προσιτοί • | προσιτές • | προσιτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσιτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσιτός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.