προβληματικός
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /pro.blɛː.ma.ti.kós/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /pro.ble̝.ma.tiˈkos/
- (4th CE Koine) IPA(key): /pro.βli.ma.tiˈkos/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /pro.vli.ma.tiˈkos/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /pro.vli.ma.tiˈkos/
Adjective
προβλημᾰτῐκός • (problēmatikós) m (feminine προβλημᾰτῐκή, neuter προβλημᾰτῐκόν); first/second declension
- of or for a problem, problematic
Declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||||
Nominative | προβλημᾰτῐκός problēmatikós |
προβλημᾰτῐκή problēmatikḗ |
προβλημᾰτῐκόν problēmatikón |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκᾱ́ problēmatikā́ |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκοί problēmatikoí |
προβλημᾰτῐκαί problēmatikaí |
προβλημᾰτῐκᾰ́ problēmatiká | |||||
Genitive | προβλημᾰτῐκοῦ problēmatikoû |
προβλημᾰτῐκῆς problēmatikês |
προβλημᾰτῐκοῦ problēmatikoû |
προβλημᾰτῐκοῖν problēmatikoîn |
προβλημᾰτῐκαῖν problēmatikaîn |
προβλημᾰτῐκοῖν problēmatikoîn |
προβλημᾰτῐκῶν problēmatikôn |
προβλημᾰτῐκῶν problēmatikôn |
προβλημᾰτῐκῶν problēmatikôn | |||||
Dative | προβλημᾰτῐκῷ problēmatikôi |
προβλημᾰτῐκῇ problēmatikêi |
προβλημᾰτῐκῷ problēmatikôi |
προβλημᾰτῐκοῖν problēmatikoîn |
προβλημᾰτῐκαῖν problēmatikaîn |
προβλημᾰτῐκοῖν problēmatikoîn |
προβλημᾰτῐκοῖς problēmatikoîs |
προβλημᾰτῐκαῖς problēmatikaîs |
προβλημᾰτῐκοῖς problēmatikoîs | |||||
Accusative | προβλημᾰτῐκόν problēmatikón |
προβλημᾰτῐκήν problēmatikḗn |
προβλημᾰτῐκόν problēmatikón |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκᾱ́ problēmatikā́ |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκούς problēmatikoús |
προβλημᾰτῐκᾱ́ς problēmatikā́s |
προβλημᾰτῐκᾰ́ problēmatiká | |||||
Vocative | προβλημᾰτῐκέ problēmatiké |
προβλημᾰτῐκή problēmatikḗ |
προβλημᾰτῐκόν problēmatikón |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκᾱ́ problēmatikā́ |
προβλημᾰτῐκώ problēmatikṓ |
προβλημᾰτῐκοί problēmatikoí |
προβλημᾰτῐκαί problēmatikaí |
προβλημᾰτῐκᾰ́ problēmatiká | |||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
προβλημᾰτῐκῶς problēmatikôs |
προβλημᾰτῐκώτερος problēmatikṓteros |
προβλημᾰτῐκώτᾰτος problēmatikṓtatos | ||||||||||||
Notes: |
|
Descendants
- Latin: problēmaticus (see there for further descendants)
From the neuter plural προβληματικά (problēmatiká):
- → Macedonian: проблематика (problematika)
- → Russian: проблема́тика (problemátika)
- → Ukrainian: проблема́тика (problemátyka)
Further reading
- προβληματικός in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- “προβληματικός”, in ΛΟΓΕΙΟΝ [Logeion] (in English, French, Spanish, German, Dutch and Chinese), University of Chicago, 2011
- “προβληματικός”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- προβληματικός in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th–12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek προβληματικός (problēmatikós) and semantic loan from French problématique from which also the feminine προβληματική (provlimatikí) as noun.[1] By surface analysis, πρόβλημα, προβληματ- (próvlima, provlimat-) + -ικός (-ikós).[2]
Pronunciation
- IPA(key): /pro.vli.ma.tiˈkos/
- Hyphenation: προ‧βλη‧μα‧τι‧κός
Adjective
προβληματικός • (provlimatikós) m (feminine προβληματική, neuter προβληματικό)
Declension
Declension of προβληματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικός • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικοί • | προβληματικές • | προβληματικά • |
genitive | προβληματικού • | προβληματικής • | προβληματικού • | προβληματικών • | προβληματικών • | προβληματικών • |
accusative | προβληματικό • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικούς • | προβληματικές • | προβληματικά • |
vocative | προβληματικέ • | προβληματική • | προβληματικό • | προβληματικοί • | προβληματικές • | προβληματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προβληματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προβληματικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικότερος • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότεροι • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
genitive | προβληματικότερου • | προβληματικότερης • | προβληματικότερου • | προβληματικότερων • | προβληματικότερων • | προβληματικότερων • |
accusative | προβληματικότερο • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότερους • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
vocative | προβληματικότερε • | προβληματικότερη • | προβληματικότερο • | προβληματικότεροι • | προβληματικότερες • | προβληματικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο προβληματικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προβληματικότατος • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατοι • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
genitive | προβληματικότατου • | προβληματικότατης • | προβληματικότατου • | προβληματικότατων • | προβληματικότατων • | προβληματικότατων • |
accusative | προβληματικότατο • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατους • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
vocative | προβληματικότατε • | προβληματικότατη • | προβληματικότατο • | προβληματικότατοι • | προβληματικότατες • | προβληματικότατα • |
Related terms
- προβληματικότητα f (provlimatikótita)
- and see: πρόβλημα n (próvlima, “problem”)
References
- προβληματικός, προβληματική - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- s.v. πρόβλημα - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.