πρησμένος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾiˈzme.nos/
- Hyphenation: πρη‧σμέ‧νος
Declension
Declension of πρησμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρησμένος • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένοι • | πρησμένες • | πρησμένα • |
genitive | πρησμένου • | πρησμένης • | πρησμένου • | πρησμένων • | πρησμένων • | πρησμένων • |
accusative | πρησμένο • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένους • | πρησμένες • | πρησμένα • |
vocative | πρησμένε • | πρησμένη • | πρησμένο • | πρησμένοι • | πρησμένες • | πρησμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πρησμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πρησμένος, etc.) |
Synonyms
- (bloated): φουσκωμένος (fouskoménos), τουμπανιασμένος (toumpaniasménos) (informal)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.