πολωτικός
Greek
Adjective
πολωτικός • (polotikós) m (feminine πολωτική, neuter πολωτικό)
- polarising (UK), polarizing (US)
- Synonym: αντιπολωτικός (antipolotikós)
Declension
Declension of πολωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολωτικός • | πολωτική • | πολωτικό • | πολωτικοί • | πολωτικές • | πολωτικά • |
genitive | πολωτικού • | πολωτικής • | πολωτικού • | πολωτικών • | πολωτικών • | πολωτικών • |
accusative | πολωτικό • | πολωτική • | πολωτικό • | πολωτικούς • | πολωτικές • | πολωτικά • |
vocative | πολωτικέ • | πολωτική • | πολωτικό • | πολωτικοί • | πολωτικές • | πολωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολωτικός, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.