πολυσύχναστος
Greek
Adjective
πολυσύχναστος • (polysýchnastos) m (feminine πολυσύχναστη, neuter πολυσύχναστο)
- frequented, much frequented, busy
- πολυσύχναστη ταβέρνα ― polysýchnasti tavérna ― busy taverna
- πολυσύχναστο μονοπάτι ― polysýchnasto monopáti ― frequented footpath
Declension
Declension of πολυσύχναστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυσύχναστος • | πολυσύχναστη • | πολυσύχναστο • | πολυσύχναστοι • | πολυσύχναστες • | πολυσύχναστα • |
genitive | πολυσύχναστου • | πολυσύχναστης • | πολυσύχναστου • | πολυσύχναστων • | πολυσύχναστων • | πολυσύχναστων • |
accusative | πολυσύχναστο • | πολυσύχναστη • | πολυσύχναστο • | πολυσύχναστους • | πολυσύχναστες • | πολυσύχναστα • |
vocative | πολυσύχναστε • | πολυσύχναστη • | πολυσύχναστο • | πολυσύχναστοι • | πολυσύχναστες • | πολυσύχναστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυσύχναστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυσύχναστος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.