ποινικός
Greek
Declension
Declension of ποινικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποινικός • | ποινική • | ποινικό • | ποινικοί • | ποινικές • | ποινικά • |
genitive | ποινικού • | ποινικής • | ποινικού • | ποινικών • | ποινικών • | ποινικών • |
accusative | ποινικό • | ποινική • | ποινικό • | ποινικούς • | ποινικές • | ποινικά • |
vocative | ποινικέ • | ποινική • | ποινικό • | ποινικοί • | ποινικές • | ποινικά • |
Related terms
- see: ποινή f (poiní, “punishment, penalty”)
Further reading
- ποινικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.