πλειστοκαινικός
Greek
Adjective
πλειστοκαινικός • (pleistokainikós) m (feminine πλειστοκαινική, neuter πλειστοκαινικό)
Declension
Declension of πλειστοκαινικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλειστοκαινικός • | πλειστοκαινικός • / πλειστοκαινική • | πλειστοκαινικό • | πλειστοκαινικοί • | πλειστοκαινικοί • / πλειστοκαινικές • | πλειστοκαινικά • |
genitive | πλειστοκαινικού • | πλειστοκαινικού • / πλειστοκαινικής • | πλειστοκαινικού • | πλειστοκαινικών • | πλειστοκαινικών • | πλειστοκαινικών • |
accusative | πλειστοκαινικό • | πλειστοκαινικό • / πλειστοκαινική • | πλειστοκαινικό • | πλειστοκαινικούς • | πλειστοκαινικούς • / πλειστοκαινικές • | πλειστοκαινικά • |
vocative | πλειστοκαινικέ • | πλειστοκαινικέ • / πλειστοκαινική • | πλειστοκαινικό • | πλειστοκαινικοί • | πλειστοκαινικοί • / πλειστοκαινικές • | πλειστοκαινικά • |
Related terms
- Πλειστόκαινο n (Pleistókaino, “(the) Pleistocene”)
Further reading
- Πλειστόκαινο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.