περαστικός
Greek
Etymology
From περνάω, περνώ (pernáo, pernó, “pass”).
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾa.stiˈkos/
- Hyphenation: πε‧ρα‧στι‧κός
Adjective
περαστικός • (perastikós) m (feminine περαστική, neuter περαστικό)
Declension
Declension of περαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περαστικός • | περαστική • | περαστικό • | περαστικοί • | περαστικές • | περαστικά • |
genitive | περαστικού • | περαστικής • | περαστικού • | περαστικών • | περαστικών • | περαστικών • |
accusative | περαστικό • | περαστική • | περαστικό • | περαστικούς • | περαστικές • | περαστικά • |
vocative | περαστικέ • | περαστική • | περαστικό • | περαστικοί • | περαστικές • | περαστικά • |
Derived terms
- περαστικά (perastiká, “in a passing, brief manner; wish for quick recovery”, adverb)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.