περίσταση
Greek
Noun
περίσταση
• (
perístasi
)
f
(
plural
περιστάσεις
)
situation
,
occasion
instance
,
circumstance
Declension
declension of περίσταση
case
\
number
singular
plural
nominative
περίσταση
•
περιστάσεις
•
genitive
περίστασης
•
περιστάσεων
•
accusative
περίσταση
•
περιστάσεις
•
vocative
περίσταση
•
περιστάσεις
•
Older or formal genitive singular:
περιστάσεως
•
Derived terms
κρίσιμη
περίσταση
f
(
krísimi perístasi
,
“
critical event
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.