πατριωτικός
Greek
Adjective
πατριωτικός • (patriotikós) m (feminine πατριωτική, neuter πατριωτικό)
- patriotic
- Antonym: αντιπατριωτικός (antipatriotikós)
Declension
Declension of πατριωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πατριωτικός • | πατριωτική • | πατριωτικό • | πατριωτικοί • | πατριωτικές • | πατριωτικά • |
genitive | πατριωτικού • | πατριωτικής • | πατριωτικού • | πατριωτικών • | πατριωτικών • | πατριωτικών • |
accusative | πατριωτικό • | πατριωτική • | πατριωτικό • | πατριωτικούς • | πατριωτικές • | πατριωτικά • |
vocative | πατριωτικέ • | πατριωτική • | πατριωτικό • | πατριωτικοί • | πατριωτικές • | πατριωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πατριωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πατριωτικός, etc.) |
Related terms
- see: πατριωτισμός m (patriotismós, “patriotism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.