παρασκευαστήριο
Greek
Noun
παρασκευαστήριο • (paraskevastírio) n (plural παρασκευαστήρια)
Declension
declension of παρασκευαστήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | παρασκευαστήριο • | παρασκευαστήρια • |
genitive | παρασκευαστηρίου •, παρασκευαστήριου • | παρασκευαστηρίων • |
accusative | παρασκευαστήριο • | παρασκευαστήρια • |
vocative | παρασκευαστήριο • | παρασκευαστήρια • |
Synonyms
- εργαστήριο n (ergastírio)
- εργαστήρι n (ergastíri)
Related terms
- παρασκευαστής m (paraskevastís, “laboratory assistant”)
- and see: παρασκευή f (paraskeví, “preparation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.