οφιοειδής
See also: ὀφιοειδής
Greek
Etymology
From Koine Greek ὀφῐοειδής (ophioeidḗs). Ancient Greek ὀφιώδης (ophiṓdēs).
Pronunciation
- IPA(key): /o.fi.o.iˈðis/
Audio (file) - Hyphenation: ο‧φι‧ο‧ει‧δής
- Homophone: οφιοειδείς (ofioeideís)
Adjective
οφιοειδής • (ofioeidís) m (feminine οφιοειδής, neuter οφιοειδές)
- snakelike, ophidian, anguineous, serpentine, sinuous, meandering
- Οι δρόμοι της παλιάς πόλης ήταν οφιοειδείς.
- Oi drómoi tis paliás pólis ítan ofioeideís.
- The old town's streets were sinuous.
Declension
Declension of οφιοειδής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οφιοειδής • | οφιοειδής • | οφιοειδές • | οφιοειδείς • | οφιοειδείς • | οφιοειδή • |
genitive | οφιοειδούς • | οφιοειδούς • | οφιοειδούς • | οφιοειδών • | οφιοειδών • | οφιοειδών • |
accusative | οφιοειδή • | οφιοειδή • | οφιοειδές • | οφιοειδείς • | οφιοειδείς • | οφιοειδή • |
vocative | οφιοειδή • / οφιοειδής • | οφιοειδής • | οφιοειδές • | οφιοειδείς • | οφιοειδείς • | οφιοειδή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οφιοειδής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οφιοειδής, etc.) |
Synonyms
- φιδωτός (fidotós, “snakelike”)
- ελικοειδής (elikoeidís, “spiral”)
- ημιτονοειδής (imitonoeidís, “sinusoidal”)
- κυματοειδής (kymatoeidís, “like waveform”)
- μαιανδρικός (maiandrikós, “meandering”)
Antonyms
- ευθύγραμμος (efthýgrammos, “rectilinear, straight”)
- ευθύς (efthýs, “straight”)
Related terms
- οφιοειδώς (ofioeidós, adverb)
- and see: όφις m (ófis, “snake”)
Related terms
- see: όφις m (ófis, “snake”) (Katharevousa)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.