ορμητικότητα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /oɾ.mi.tiˈko.ti.ta/
- Hyphenation: ορ‧μη‧τι‧κό‧τη‧τα
Declension
declension of ορμητικότητα
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
genitive | ορμητικότητας • | ορμητικοτήτων • | |
accusative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
vocative | ορμητικότητα • | ορμητικότητες • | |
* Usually in the singular. |
Related terms
- ορμητικός (ormitikós)
- and see: ορμή f (ormí, “momentum, impetus, force”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.