οριζόντιος
Greek
Adjective
οριζόντιος • (orizóntios) m (feminine οριζόντια or οριζόντιος, neuter οριζόντιο)
Declension
Declension of οριζόντιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οριζόντιος • | οριζόντια • | οριζόντιο • | οριζόντιοι • | οριζόντιες • | οριζόντια • |
genitive | οριζόντιου • | οριζόντιας • | οριζόντιου • | οριζόντιων • | οριζόντιων • | οριζόντιων • |
accusative | οριζόντιο • | οριζόντια • | οριζόντιο • | οριζόντιους • | οριζόντιες • | οριζόντια • |
vocative | οριζόντιε • | οριζόντια • | οριζόντιο • | οριζόντιοι • | οριζόντιες • | οριζόντια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οριζόντιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οριζόντιος, etc.) |
Derived terms
- οριζόντιο δοκάρι n (orizóntio dokári, “crossbar”)
Related terms
- οριζόντια (orizóntia, “horizontally”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.