οπτικός
See also: ὀπτικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὀπτικός (optikós).
Pronunciation
- IPA(key): /op.ti.ˈkos/
- Hyphenation: οπ‧τι‧κός
Declension
Declension of οπτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οπτικός • | οπτική • | οπτικό • | οπτικοί • | οπτικές • | οπτικά • |
genitive | οπτικού • | οπτικής • | οπτικού • | οπτικών • | οπτικών • | οπτικών • |
accusative | οπτικό • | οπτική • | οπτικό • | οπτικούς • | οπτικές • | οπτικά • |
vocative | οπτικέ • | οπτική • | οπτικό • | οπτικοί • | οπτικές • | οπτικά • |
Derived terms
- μονάδα οπτικής παρουσίασης (monáda optikís parousíasis)
Declension
See also
- οφθαλμίατρος m or f (ofthalmíatros, “ophthalmologist, oculist”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.