οξυδερκής
See also: ὀξυδερκής
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὀξυδερκής (oxuderkḗs).
Adjective
οξυδερκής • (oxyderkís) m (feminine οξυδερκής, neuter οξυδερκές)
Declension
Declension of οξυδερκής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξυδερκής • | οξυδερκής • | οξυδερκές • | οξυδερκείς • | οξυδερκείς • | οξυδερκή • |
genitive | οξυδερκούς • | οξυδερκούς • | οξυδερκούς • | οξυδερκών • | οξυδερκών • | οξυδερκών • |
accusative | οξυδερκή • | οξυδερκή • | οξυδερκές • | οξυδερκείς • | οξυδερκείς • | οξυδερκή • |
vocative | οξυδερκή • / οξυδερκής • | οξυδερκής • | οξυδερκές • | οξυδερκείς • | οξυδερκείς • | οξυδερκή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οξυδερκής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οξυδερκής, etc.) |
Related terms
- οξυδέρκεια (oxydérkeia, “clearsightedness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.