ολοκαίνουριος
Greek
Adjective
ολοκαίνουριος • (olokaínourios) m (feminine ολοκαίνουρια, neuter ολοκαίνουριο)
- Alternative form of ολοκαίνουργιος (olokaínourgios)
Declension
Declension of ολοκαίνουριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολοκαίνουριος • | ολοκαίνουρια • | ολοκαίνουριο • | ολοκαίνουριοι • | ολοκαίνουριες • | ολοκαίνουρια • |
genitive | ολοκαίνουριου • | ολοκαίνουριας • | ολοκαίνουριου • | ολοκαίνουριων • | ολοκαίνουριων • | ολοκαίνουριων • |
accusative | ολοκαίνουριο • | ολοκαίνουρια • | ολοκαίνουριο • | ολοκαίνουριους • | ολοκαίνουριες • | ολοκαίνουρια • |
vocative | ολοκαίνουριε • | ολοκαίνουρια • | ολοκαίνουριο • | ολοκαίνουριοι • | ολοκαίνουριες • | ολοκαίνουρια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.